πωλητηρίον

πωλητηρίον
πωλητηρίον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πωλητήριον — place where wares are sold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλητηρίοις — πωλητήριον place where wares are sold neut dat pl πωλητηρίον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλητηρίου — πωλητήριον place where wares are sold neut gen sg πωλητηρίον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλητηρίων — πωλητήριον place where wares are sold neut gen pl πωλητηρίον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλητηρίῳ — πωλητήριον place where wares are sold neut dat sg πωλητηρίον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλητήρια — πωλητήριον place where wares are sold neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλητήριο — το / πωλητήριον, ΝΑ, και άχρ. τ. πουλητήριο Ν νεοελλ. 1. έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται μία πώληση, συμβόλαιο πώλησης 2. αγγελία για πώληση ακινήτου ή άλλου αντικειμένου, η οποία τοιχοκολλείται αρχ. 1. τόπος όπου διεξάγονταν αγοραπωλησίες ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”